μελίγληνος

Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A soft-eyed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 122] süßäugig, Hesych. erkl. ἡδυόφθαλμος.

Greek (Liddell-Scott)

μελίγληνος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, «ἡδυόφθαλμος», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί-γληνος].