ἡδυόφθαλμος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ἡδυόφθαλμον, sweet-eyed, Hsch. s.v. μελίγληνος.
German (Pape)
[Seite 1154] Hesych. Erkl. von μελίγληνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυόφθαλμος: -ον, ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, Ἡσύχ. ἐν λέξει μελίγληνος.
Greek Monolingual
ἡδυόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + οφθαλμός].