μισθάρνης

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.

Greek Monolingual

μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.

Greek Monotonic

μισθάρνης: ὁ (ἄρνυμαι), μισθωτός εργάτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μισθάρνης: ου ὁ наемный рабочий Plut.

Middle Liddell

μισθ-άρνης, ου, ὁ, ἄρνυμαι
a hired workman, Plut.