ψήφιση

Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η / ψήφισις, -ίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. ψάφιξξις Α
η ενέργεια του ψηφίζω, ψηφοφορία
νεοελλ.
1. εκλογή με ψηφοφορία
2. υπερψήφιση, έγκριση, επικύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, -ομαι. Ο τ. ψάφιξξις, με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., είναι παρλλ. διαλ. τ. (πρβλ. αόρ. ἐψάφιξα)].