ἀκατονόμαστος

Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A nameless, ποιότης Epicur.Fr.314, cf. D.H. Comp.21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατονόμαστος: -ον, = ἀνώνυμος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. χόνδρος, ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος χόνδρος, Greenhill Θεόφιλ. σ. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.
Étymologie: ἀ, κατονομάζω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκατωνόμαστος Gal.14.740, Gr.Nyss.Tres dei 42.20 (var.)
I 1que no tiene nombre ποιότης Epicur.Fr.[158] 11, θεός Ph.1.630, 2.597, cf. D.H.Comp.21.4, Gal.l.c.
2 innombrable, que no puede ser nombrado o llamado por su nombre del quinto elemento que unido a los otros cuatro forma el mundo, Arist.Fr.27 p.96 Ross, de Dios τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκατονομάστου ... ὑποστάσεως τοῦ πατρός Origenes Princ.4.4.1, cf. Gr.Nyss.Tres dei 42.20, de la generación del Hijo, Eus.M.20.1388B.
II adv. -ως anónimamente e.e. sin nombre de cualidad a partir del cual pueda derivarse paronímicamente un término, Elias in Cat.234.12, 235.1, 10, Olymp.in Cat.127.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατονόμαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του
2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του
«ακατονόμαστα όργια»
μσν.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει όνομα, ο ανώνυμος
«Θεὸς ἀκατονόμαστος» (Φίλ. 1.630)
2. «ἀκατονόμαστος χόνδρος» — ο κρικοειδής χόνδρος του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατονομάζω
ο τ. ἀκατονόμαστος, που ακούγεται συχνά, προέρχεται είτε από εξακολουθητική αφομοίωση του ο σε α (λόγω του προηγουμένου α) είτε από αποκατάσταση του πλήρους τύπου της προθέσεως κατά χάριν της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού
πρβλ. και αποθανατίζω αντί απαθανατίζω].

Russian (Dvoretsky)

ἀκατονόμαστος: не имеющий названия, безымянный (ποιότης Epicur. ap. Plut.).