ισόνομος

Revision as of 18:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόνομος, -ον)
1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.)
2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία
αρχ.
φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» — χαλκός στο άρτιο, αντίθ. του «χαλκὸς οὗ διαλλαγή», χαλκός με έκπτωση έπειτα από συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -νομος (< νόμος), πρβλ. αρχαιόνομος, φιλόνομος].