κατάσπιλος

Revision as of 18:17, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A blemished, βοῦς Porph. Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 1380] befleckt, Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσπῐλος: -ον, σπίλων ἢ κηλίδων κατάπλεος, πλήρης, λίαν μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.

Greek Monolingual

κατάσπιλος, -ον (Α)
γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. άσπιλος, υπόσπιλος].