λεμβουργός
Greek Monolingual
ο
ξυλουργός ειδικός στην κατασκευή και επισκευή λέμβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, στιχουργός].
ο
ξυλουργός ειδικός στην κατασκευή και επισκευή λέμβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, στιχουργός].