παιδοφόντης

Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = παιδοφονεύς, Ph.2.581.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, = παιδοφονεύς, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοφόντης: -ου, ὁ, = παιδοφονεύς, Φίλων 2. 581.

Greek Monolingual

παιδοφόντης, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόντης (< θείνω «φονεύω», κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδροφόντης.