οὐδεπώποτε

Revision as of 09:05, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " usu. " to " usually ")

English (LSJ)

Conj. and Adv. A and not yet ever, never yet at any time, usually of the past, as S.Ph.250, And.1.22, Pl.Prt.313c: later of the fut., οὐδεπώποτε ἀπολαύσομεν Them.Or.26.330a; v. οὐδέποτε.

German (Pape)

[Seite 410] noch niemals; c, aor., Soph. Phil. 250, wie Plat. Conv. 175 b; διείλεξαι, Prot. 313 b. Erst bei Sp. mit praes. u. fut., vgl. Lob. Phryn. 458, s. auch οὐπώποτε.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδεπώποτε: Ἐπίρρ., ἀείποτε ἐπὶ παρελθόντος, ὡς: πῶς γὰρ κάτοιδ’ ὅν γ’ εἶδον οὐδεπώποτε, πῶς νὰ γνωρίζω ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον οὐδέποτε εἶδον εἰς τὴν ζωήν μου; Σοφοκλ. Φιλ. 250, Ἀνδοκ. 4. 11, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἴδε ἐν λέξ. οὐδέποτε.

French (Bailly abrégé)

adv.
jamais jusqu’à présent, jamais encore.
Étymologie: οὐδέ, πώποτε.

Greek Monolingual

οὐδεπώποτε (Α)
(επίρρ. και σύνδ.) ποτέ έως τώρα, ουδέποτε ακόμη («ὅν γ' εἶδον οὐδεπώποτε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + πώποτε «ποτέ ως τώρα» (πρβλ. μηδε-πώποτε)].

Greek Monotonic

οὐδεπώποτε: επίρρ., όχι ακόμη σε κάποια χρονική στιγμή, ακόμη ποτέ, ποτέ μέχρι τώρα, σε Σοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οὐδεπώποτε: adv. тж. раздельно никогда еще: πῶς γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ εἶδον οὐ.; Soph. как мне знать того, кого я никогда еще не видел?

Middle Liddell


nor yet at any time, never yet at any time, Soph., Plat.

English (Woodhouse)

never yet