κακοφωνία

Revision as of 17:08, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "dist." to "distinct")

English (LSJ)

ἡ, A ill-sound, of a name, Str.13.2.4; cacophony, Demetr. Eloc.255, A.D.Conj.228.20; opp. εὐφωνία, Phld.Po.Herc.994.23: distinct fr. δυσφωνία, Gal.7.59.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, üble Stimme, Mißklang; ἡ τοῦ ὀνόματος κακ. Strab. XIII p. 618; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφωνία: ἡ, κακὸς ἦχος φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο ἔμπροσθεν ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).

Greek Monolingual

η (AM κακοφωνία) κακόφωνος
κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα
αρχ.
1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα
2. κακοηχία που προέρχεται από τη θέση τών λέξεων στον λόγο.