νηκηδής

Revision as of 18:10, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ές, A careless, f.l. in Epic. ap. Pl.Smp.197c.

Greek (Liddell-Scott)

νηκηδής: -ές, ἄφροντις, ἀμέριμνος, οὗτός (δηλ. ὁ Ἔρως) ἐστιν ὁ ποιῶν, ‘εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμων, κοίτῃ δὲ ὕπνον νηκηδῆ’ Ποιητ. ἀνώνυμ. ἐν Πλάτ. Συμ. 197C.

Greek Monolingual

νηκηδής, -ές (Α)
ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. α-κηδής].

Russian (Dvoretsky)

νηκηδής: беззаботный, безмятежный (ὕπνος Plat. - v.l. ἐνὶ κήδει).