ῥύπτειρα

Revision as of 18:35, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

as if fem. of ῥυπτήρ (which is only A f.l. for ἀρυτήρ in Dsc. 2.74), that cleanses from dirt, ῥ. κονίη soap, lye, v.l. for θρύπτειρα in Nic. Al.370.

German (Pape)

[Seite 852] ἡ, fem. zu ῥυπτήρ, Wäscherinn, reinigend, κονία, Nic. Al. 370.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπτειρα: οἱονεὶ θηλ. τοῦ ῥυπτὴρ (ὅπερ εἶναι ἁπλῶς πλημμ. γραφὴ παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 84 ἀντὶ ἀρυτήρ), ἡ ἀπὸ τοῦ ῥύπου καθαρίζουσα, ῥ. κονία, σάπων, Νικ. Ἀλεξιφ. 370.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα -τήρ / -τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα.