κανονωτός

Revision as of 18:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

ἡ, όν, A furnished with cross-bars, θυρίδες PSI5.547.4 (iii B. C.); ἀγγεῖον, ζωγρεῖον κ., a cage for pigs, Sch.Ar.V.840 ed.Ald. (v.l. κανωτόν). 2 made straight or even, ῥάβδοι Eust.707.59.

Greek Monolingual

κανονωτός, ή, -όν (AM)
μσν.
ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός
αρχ.
ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, οδοντωτός)].