καθυφαίνω

Revision as of 08:51, 16 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A interweave, weave in, LXXEx.28.17:—Med., aor. 1 part. καθυφηνάμενος Lyr.Alex.Adesp.10.15:—Pass., καθυφαίνομαι = to be inwoven, LXXJu.10.21.

German (Pape)

[Seite 1290] einweben, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

καθυφαίνω: ἐνυφαίνω, συνυφαίνω, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΗ΄, 17)· - Παθ., εἶμαι ἐνυφασμένος, αὐτόθι (Ἰουδὴθ Κ΄, 21)· χρυσῷ καὶ ἄνθεσι Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 7.

Greek Monolingual

καθυφαίνω (AM)
ενυφαίνω, παρεμβάλλω, υφαίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
μσν.
συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑφαίνω.