ἐκπνευματῶ

Revision as of 11:51, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ἐκπνευματῶ (ἐκπνευματόω) (Α)<br /><b>1.</b> μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω<br /><b>2.</b> μ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐκπνευματῶ (ἐκπνευματόω) (Α)
1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω
2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο
3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω
4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῖ τῶν νέων ἐκπνευματοῦν τὸ οἴημα», Πλούτ.)
5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος
6. (μέσ. και παθ.) εξογκώνομαι, φουσκώνω με φύσημα.