οικτίζω

Revision as of 20:15, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

οἰκτίζω (Α) οίκτος
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρωὅπως μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.)
2. μέσ. οἰκτίζομαι
α) πενθώ
β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)
γ) θρηνολογώ («τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», Αισχύλ.).