ἐπαρήγω

Revision as of 14:54, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

English (LSJ)

A come to aid, help, τινί Il.23.783, Od.13.391, E.El.1350 (anap.), Ar.V.402: abs., νῦν ἐπάρηξον A.Ch.725 (anap.); οὑπαρήξων S.El.1197; also in Prose, X.Cyr.6.4.18, LXX 2 Ma.13.17.

German (Pape)

[Seite 904] zu Hülfe kommen, beistehen, Il. 23, 783 Od. 13, 391; in tmesi, Il. 1, 408; Aesch. Ch. 714; Soph. u. A.; Xen. Cyr. 6, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρήγω: μέλλ. -ξω, ἐπιβοηθῶ, Ὀδυσῆϊ παρίσταται, ἠδ’ ἐπαρήγει Ἰλ. Ψ. 783· ὅτε μοι πρόφρασσ’ ἐπαρήγοις Ὀδ. Ν. 391, Εὐρ. Ἠλ. 1350, Ἀριστοφ. Σφ. 402· ἀπόλ., νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725· οὑπαρήξων, ὁ ἐπαρήξων, ὁ ἐπιβοηθήσων, Σοφ. Ἠλ. 1197· ὡσαύτως παρὰ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαρήξω, ao. impér. ἐπάρηξον;
porter secours.
Étymologie: ἐπί, ἀρήγω.

English (Autenrieth)

bring help to, succor.

Greek Monolingual

(Α)
έρχομαι να βοηθήσω, επικουρώ, βοηθώ, συντρέχω («τοῖς μὲν μυσαροῖς οὐκ ἐπαρήγομεν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρήγω «βοηθώ»].

Greek Monotonic

ἐπᾰρήγω: μέλ. -ξω, έρχομαι προς βοήθεια, βοηθώ, τινί, σε Όμηρ., Ευρ.· απόλ., προστ. αορ. αʹ ἐπάρηξον, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρήγω: оказывать помощь, помогать (τινί Hom., Eur., Arph., Xen.): οὑπαρήξων (= ὁ ἐπαρήξων) Soph. помощник, защитник; ἐπάκουσον ἐπάρηξον Aesch. выслушай и помоги.

Middle Liddell

fut. ξω
to come to aid, help, τινί Hom., Eur.: absol., aor1 imperat. ἐπαρῆξον Aesch.