ἐκπετάζω

Revision as of 16:05, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A = ἐκπετάννυμι, LXX 2 Es.9.5.

Spanish (DGE)

• Morfología:v. tb. ἐκπετάννυμι
extender, desplegar τὰς χεῖρας LXX 2Es.9.5, ἐπ' αὐτὸν νέφος LXX Ib.26.9, cf. Sm.Ib.36.30.

Greek Monolingual

ἐκπετάζω (Μ)
1. πετώ, ίπταμαι
2. ορμώ
3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῖρας ἐκπετάσας»)
4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω.