ἐκπετάζω
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
= ἐκπετάννυμι, LXX 2 Es.9.5.
Spanish (DGE)
• Morfología:v. tb. ἐκπετάννυμι
extender, desplegar τὰς χεῖρας LXX 2Es.9.5, ἐπ' αὐτὸν νέφος LXX Ib.26.9, cf. Sm.Ib.36.30.
Greek Monolingual
ἐκπετάζω (Μ)
1. πετώ, ίπταμαι
2. ορμώ
3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῖρας ἐκπετάσας»)
4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω.