ἀχάλινος

Revision as of 16:55, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

[χᾰ], ον, A unbridled, στόματα E.Ba.386 (lyr.), cf. HF382 (lyr.), Ar.Ra.838, Pl.Lg.701c; ἀχάλινα λέγειν APl.4.223; ἀ. ὑπ' ἀργύρου, i.e. uncorrupted by bribes, IG9(1).270 (Atalante): neuter plural as adverb, E.HF l.c.

German (Pape)

[Seite 417] zügellos, ἵππος Eur. Herc. f. 383; Plut. Aem. P. 18; übertr., frech, στόμα Plat. Legg. III, 701 c; Eur. Bacch. 385; ἀχάλινα λέγειν Ep. ad. 255 (Plan. 223).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάλῑνος: -ον, ἄνευ χαλινοῦ, στόμα Εὐρ. Βάκχ. 385, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838, Πλάτ. Νόμ. 701C· ἀχ. ὑπ' ἀργύρου, ὅ ἐ. ὁ μὴ διαφθαρεὶς διὰ δώρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 855. 7. ― Ἐπίρρ. -νως Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans frein.
Étymologie: , χαλινός.

Spanish (DGE)

-ον
1 desbocado, desenfrenado ταῦρος Nonn.D.28.14, neutr. plu. como adv. ἀχάλιν' ἐθόαζον de los caballos de Diomedes, E.HF 383
fig. desenfrenado, irrespetuoso στόμα(τα) E.Ba.386, Ar.Ra.838, Lyr.Adesp.119.17, Pl.Lg.701c, cf. Heraclit.All.78, λόγοι Ael.Fr.228, ἀναιδείη Opp.H.5.368
neutr. como adv. ἀχάλινα λέγειν AP 16.223.
2 fig. que no se deja dominar ὑπ' ἀργύρου IG 9(1).270.7 (Opunte III a.C.).

Greek Monolingual

ἀχάλινος, -ον (Α) χαλινός
1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος
α) «ἀχάλινα στόματα»
β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα)
2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος.

Greek Monotonic

ἀχάλῑνος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλινάρι, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχάλῑνος: (χᾰ) досл. невзнузданный (ἵππος Eur., Plut.); перен. разнузданный (στόμα Eur., Arph., Plat.).

Middle Liddell

unbridled, Eur., Ar., etc.

English (Woodhouse)

licentious, unbridled, ungovernable