εὐτράπεζος
English (LSJ)
ον, A with good table, hospitable, ἀνδρῶνες A.Ag.244 (lyr.); of persons, Plu. CG19. 2 luxurious, βίος E.Fr.670.2; of men, Eriph.6; dainiy, sumptuous, ἀγορά Plu.2.667c.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτράπεζος: -ον, ἔχων καλὴν τράπεζαν, φιλόξενος, ἀνδρῶνες Αἰσχύλ. Ἀγ. 243· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19. 2) ἁβρός, ἁβροδίαιτος, τρυφηλός, βίος Εὐρ. Ἀποσπ. 672· ἐπὶ ἀνδρῶν, εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων τροφαὶ Ἔριφος ἐν «Πελταστῇ» 1 (Ἀθήν. 137D)· ἐπὶ ἐδεσμάτων, δαπανηρός, πολυτελής, Πλούτ. 2. 667C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. dont la table est bien servie :
1 hospitalier;
2 somptueux, recherché (genre de mets, etc.);
II. bon pour le service de la table.
Étymologie: εὖ, τράπεζα.
Greek Monolingual
εὐτράπεζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος
αρχ.
1. αβροδίαιτος, μαλθακός
2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομοτράπεζος, φιλοτράπεζος].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
εὐτράπεζος:
1) хлебосольный, гостеприимный (ἀνδρῶνες Aesch.);
2) изысканный, отборный (ἀγορά Plut.);
3) роскошный (βίος Eur.).
Middle Liddell
εὐ-τράπεζος, ον τράπεζα
hospitable, Aesch.