καταστίλβω
English (LSJ)
A send beaming forth, σέλας h.Mart.10. 2 irradiate, πάντα AP12.254 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1382] herabstrahlen, herableuchten lassen, ὑψόθεν σέλας H. h. Mart. 10; darauf, dagegen strahlen, schimmern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταστίλβω: καταυγάζω, ἐκπέμπω λαμπρόν, στιλπνόν, ἀκτινοβόλον φῶς, σέλας Ὁμ. Ὕμ. 7. 10. ΙΙ. ἀμετβ., ἀκτινοβολῶ λαμπρῶς, Ἀνθ. Π. 12. 254.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
καταστίλβω (Α)
εκπέμπω φως στιλπνό, δηλ. λαμπρό, καταλάμπω, καταυγάζω, ακτινοβολώ.
Greek Monotonic
καταστίλβω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω λάμψη, καταυγάζω, ακτινοβολώ, σέλας, σε Όμηρ.
II. αμτβ., ακτινοβολώ δυνατά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταστίλβω:
1) излучать, посылать (σέλας ὑψόθεν HH);
2) озарять, освещать (πάντα Anth.).
Middle Liddell
fut. ψω
I. to send beaming forth, σέλας Hhymn.
II. intr. to beam brightly, Anth.