παραβοηθέω

Revision as of 19:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A come to aid, τινι Th.1.47, Antiph.228.3; πρός τινα against one, Plb.2.54.10: abs., come to the rescue, Ar.Eq.257, Th.3.22, X.HG1.1.6. 2 aid on the other hand, Pl.R.572e.

German (Pape)

[Seite 472] zu Hülfe kommen bei Etwas, helfen bei Etwas; absol., Ar. Equ. 257, wie Plat. Rep. IX, 572 f; τινί, Thuc. 1, 47; Antiphan. bei Ath. I, 3 f u. Sp., wie Pol. 5, 69, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραβοηθέω: ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, εἰς βοήθειαν, τινι Θουκ. 1. 47, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 4· πρός τινα, ἐναντίον τινός, Πολύβ. 2. 54, 10· - ἀπολ., ἔρχομαι πρὸς βοήθειαν, ὅπως σώσω τινά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 6. 2) ὡς τὸ ἀντιβοηθέω, Πλάτ. Πολ. 572Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter secours : τινι, πρός τινα à qqn.
Étymologie: παρά, βοηθέω.

Greek Monotonic

παραβοηθέω: μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω κάποιον, τινί, σε Θουκ.· απόλ., έρχομαι προς διάσωση ή σωτηρία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραβοηθέω:
1) приходить на помощь (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);
2) оказывать взаимную помощь Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βοηθέω te hulp komen, abs. of met dat. de andere kant steunen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to come up to help, τινί Thuc.: —absol. to come to the rescue, Ar., Thuc.