ἡδυχαρής

Revision as of 12:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ές, A sweetly joyous, AP3.18 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1155] ές, sehr angenehm, Anth. III, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυχᾰρής: -ές, λίαν περιχαρής, Ἀνθ. Π. 3. 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait joyeux.
Étymologie: ἡδύς, χαίρω.

Greek Monolingual

ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμοχαρής, περιχαρής].

Greek Monotonic

ἡδυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που νιώθει μεγάλη χαρά, ο λίαν περιχαρής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠχᾰρής: чрезвычайно приятный, радостный (κόπος Anth.).

Middle Liddell

ἡδυ-χᾰρής, ές χαίρω
sweetly joyous, Anth.