οἰκοφθορέω

Revision as of 16:28, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

A squander one's substance, Pl.Lg.929d, 959c :—Pass., lose one's fortune, be ruined, οἰκοφθορημένος Hdt.5.29, cf. 8.142, 144; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν Id.1.196.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοφθορέω: καταστρέφω οἶκον ἢ οἰκογένειαν, σπαταλῶ τὴν περιουσίαν, Πλάτ. Νόμ. 929D, 959C. - Παθ., χάνω τὴν περιουσίαν, καταστρέφομαι, χάνομαι, οἰκοφθορημένος (οὐχὶ ᾠκ-) Ἡρόδ. 5. 29, πρβλ. 8. 124, 144· ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν ὁ αὐτ. 1. 196.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. οἰκτοφθορήσω, ao. οἰκοφθόρησα;
Pass. ao. οἰκοφθορήθην, pf. οἰκοφθόρημαι;
ruiner une maison ; Pass. être ruiné.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.

Greek Monotonic

οἰκοφθορέω: μέλ. -ήσω (οἰκοφθόρος), καταστρέφω ένα σπίτι, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Πλάτ. — Παθ., αόρ. αʹ οἰκοφθόρην, παρακ. οἰκοφθόρημαι, καταστρέφομαι, χάνω την περιουσία μου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοφθορέω: разорять дом, приводить в упадок хозяйство Plat.: ἄνδρες δεινῶς οἰκοφθορημένοι Her. дотла разоренные люди.

Middle Liddell

οἰκοφθορέω, fut. -ήσω οἰκοφθόρος
to ruin a house, squander one's substance, Plat.:—Pass., aor1 οἰκοφθόρην, perf. οἰκοφθόρημαι, to be ruined, undone, Hdt.