ἔνδρυον

Revision as of 11:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

τό, (δρῦς) A oaken peg or pin by which the yoke is fixed to the pole, Hes.Op.469. II heart-wood of trees, Hsch.

German (Pape)

[Seite 836] τό, der hölzerne Pflock am Pfluge, der quer durch das Jochholz und die Deichsel geht u. durch einen umgeschlungenen Riemen befestigt wird, Hes. O. 467; vgl. Poll. 1, 252.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδρῠον: τό, (δρῦς) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς κερκίς, ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ τρύπημα, βοῶν... ἔνδρυον ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. αὐτόθι, Πολυδ. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔνδρυον· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.
Étymologie: ἐν, δρῦς.

Spanish (DGE)

(ἔνδρῠον) -ου, τό
• Grafía: graf. ἔνδροι- Hsch.ε 2824
1 clavija, estaca de madera que fija el yugo al timón del arado βοῶν ... ἔνδρυον ἑλκόντων Hes.Op.469, cf. Poll.1.252.
2 corazón, duramen del árbol, Hsch.ε 2824, 2827.

Greek Monolingual

ἔνδρυον, το (Α)
δρύινη σφήνα με την οποία στερεώνεται ο ζυγός στον ρυμό.

Greek Monotonic

ἔνδρῠον: τό (δρῦς), δρύϊνη σφήνα, πάσσαλος ή ξύλινη σφήνα με την οποία συνδεόταν ο ζυγός με το άροτρο (ἱστοβοεύς), σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδρυον: τό досл. перекладина впереди плуга (с которой соединялось дышло), перен. плуг (ἔ. ἑλκέμεν μεσάβῳ Hes.).

Frisk Etymological English

See also: s. δρῦς.

Middle Liddell

ἔν-δρῠον, ου, τό, n δρῦς
the oaken peg or pin by which the yoke is fixed to the pole (ἱστοβοεύσ), Hes.

Frisk Etymology German

ἔνδρυον: (μεσάβων)
{éndruon}
Grammar: n.
Meaning: Hes. Op. 469, nach den Sch. hölzerner Pflock am Pfluge, womit das Joch an der Deichsel befestigt wird; nach H. = καρδία δένδρου. καὶ τὸ μέσον (μέσ<αβ>ον Schmidt).
Etymology: Wohl eig. im Holz sitzend, Hypostase aus ἐν und (der Schwundstufe von) δόρυ; s. d. und δρῦς. — Vgl. zu μέσαβον.
Page 1,512