δίωσις

Revision as of 15:30, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

εως, ἡ, A pushing asunder, forcing open, Arist.Pr.964a22, Ph. 243b4. II putting off 'sine die', δίκης Id.Rh.1372a33.

German (Pape)

[Seite 650] ἡ, das Weg- oder Durchstoßen, Arist. probl. 34, 8; δίκης, Abwenden der Strafe, Rhet. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

δίωσις: -εως, ἡ, τὸ ὠθεῖν μακράν, ἄπωσις, Ἀριστ. Προβλ. 34. 8. ΙΙ. ἡ ἀπόρριψις, ἀργοπορία, ἀναβολή, δίκης ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 12, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
défense contre une accusation.
Étymologie: διωθέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 dilatación, expansióncomo una forma de movimiento, Arist.Ph.243b4
en la respiración, al espirar, op. συναγωγή ‘contracción’, Arist.Pr.964a22.
2 jur. dilación, retraso δίκης Arist.Rh.1372a33, 35.
3 impulso, empuje τοῦ πνεύματός τε καὶ τῶν ὑγρῶν en la respiración, op. ὁλκή Erasistr.230, en la defecación, Gal.2.195.

Greek Monolingual

δίωσις, η (Α)
1. απώθηση
2. αναβολή.

Greek Monotonic

δίωσις: -εως, ἡ, απώθηση, αργοπορία, καθυστέρηση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

δίωσις: εως ἡ
1) отталкивание (ἡ δ. ἄπωσίς ἐστι Arst.);
2) выталкивание (τὸ ἐμπνεῦσαι δ. τίς ἐστι Arst.);
3) юр. отклонение, отвод (δίκης, ἐκτίσεως Arst.).

Middle Liddell

δίωσις, εως n
a pushing off, delaying, Arist.