κοτυλίσκος

Revision as of 10:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοτύλη, A little cup, Ar.Fr.380, etc.:—also κοτυλ-ίσκη, ἡ, Pherecr.69; κοτυλ-ίσκιον, τό, Ar.Ach. 459. II a kind of cake, Heracleo ap.Ath.14.647b. III pit used for sacrificing to Earth, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοτύλη, μικρὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· ὡσαύτως κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «βόθρος εἰς ὃν τὸ αἷμα τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coupe sacrée aux fêtes de bacchus;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: κοτύλη.

Greek Monolingual

κοτυλίσκος, ὁ (Α)
1. μικρό ποτήρι
2. είδος πίτας
3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα στο οποίο έριχναν το αίμα τών ζώων που θυσίαζαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερίσκος, ορμίσκος)].

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίσκος:священная чаша (в празднествах Вакха) Arph.