κακομηχανία

Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ἡ, A practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακομηχᾰνία: ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odieuse machination.
Étymologie: κακομήχανος.

Greek Monolingual

κακομηχανία, ἡ (AM) κακομηχανώ
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κᾰκομηχᾰνία: ἡ, εξάσκηση ευτελών πρακτικών, ενασχόληση με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομηχᾰνία:коварный образ действий, коварство, козни Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.

Middle Liddell

κᾰκομηχᾰνία, ἡ,
a practising of base arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]