παρασπιστής

Revision as of 12:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A shield-bearer, companion in arms, E.El.886, Ph. 1165, Cyc.6.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, Schildträger, Waffenträger, τινί, Aesch. frg. 305; Eur. Cycl. 6 Phoen. 1172 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie D. Hal. 1, 13; die VLL. erkl. ὁ παρεστὼς ὁπλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπιστής: -οῦ, ὁ, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, ἢ μᾶλλονσύντροφος ἐν ὅπλοις, Εὐρ. Ἠλ. 886, Φοίν. 1165, Κύκλ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se tient auprès, le bouclier à la main, d'où compagnon d'armes.
Étymologie: παρασπίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρασπίζω
1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον
2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής.

Greek Monotonic

παρασπιστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παρασπιστής: οῦ ὁ боевой помощник, соратник Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασπιστής -οῦ, ὁ [παρασπίζω] schildknaap, helper.

Middle Liddell

παρ-ασπιστής, οῦ, ὁ, [from παρασπίζω
a companion in arms, Eur.

English (Woodhouse)

companion in arms, fellow-soldier