πρίνινος

Revision as of 12:12, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

η, ον, A made from the holm oak (πρῖνος), γύης Hes. Op.429; ἄνθρακες Ar.Ach.668; αἱ πρίνιναι (sc. βάλανοι) Dsc.1.106.2; π. ὕλη Orib.49.3.1; μύκητες πρίνινοι = fungi that grow under the holm oak, Antiph.227.11, cf. An.Ox.3.231. 2 metaph., oaken, i.e. tough, sturdy, γέροντες Ar.Ach.180; τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ π. ἦθος Id.V.877; ἀθληταί Luc.Hist.Conscr.8, cf. AP7.37 (Diosc.) (rejected by Hom. in favour of φήγινος for reasons of euphony, acc. to Phld.Po.2.9).

German (Pape)

[Seite 702] von der immergrünen Eiche gemacht; Hes. On. 431; ἄνθρακες Ar. Ach. 667; übh. hart, fest, derb, wie unser »hagebuchen«, γέροντες 180, ἀθλητής Luc. hist. conscr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

πρίνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ πρίνου, Λατ. iligneus, γύης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427· ἄνθρακες Ἀριστοφ. Ἀχ. 668· αἱ πρίνιναι (ἐξυπ. βάλανοι) Διοσκ. 1. 143· μύκητες πρ., φυόμενοι ὑπὸ τὴν πρῖνον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 231, ἐν ἀρχ.· ― μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχὺς ὡς πρῖνος, γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 180· τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρ. ἦθος ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 877· ἀθληταὶ Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 37· ἴδε πρινώδης, σφενδάμνινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'yeuse ; fig. robuste.
Étymologie: πρῖνος.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος
2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.)
3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» — μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

πρίνῐνος: -η, -ον, κατασκευασμένος από τον πρῖνον, Λατ. iligneus, σε Ησίοδ., Αριστοφ.· μεταφ., δρύινος, δηλ. σκληρός, τραχύς, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρίνινος -η -ον [πρῖνος] van de steeneik; overdr. knoestig, gehard:. πρεσβῦται... πρίνινοι knoestige oude mannen Aristoph. Ach. 180.

Russian (Dvoretsky)

πρίνῐνος: (ρῑ)
1) дубовый (γύης Hes.; ἄνθρακες Arph.);
2) словно из дуба, крепкий, могучий (γέροντες Arph.; ἀθλητής Luc.).

Middle Liddell

πρίνῐνος, η, ον
made from the πρῖνος, Lat. iligneus, Hes., Ar.:—metaph. oaken, i. e. tough, sturdy, Ar.

English (Woodhouse)

tough as oak