могучий
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Russian > Greek
γεννικός, μεγαλαλκής, πολυσθενής, πρίνινος, βία, βίη, ἀδινός, σῶκος, ἀγασθενής, εὐρυβίας, εὐρυβίης, μεγαλοσθενής, ὄβριμος, κρατύς, ἰσχυρός, ἐρισθενής, ὑπερμενής, κραταιός, κρατησιβίας, δεξιόσειρος, γυιόχαλκος, εὐρύνωτος, δυνατός, δυναμικός, καρτερός, μαλερός, ἀλκήεις, ἀλκάεις, ἀλκᾶς, σθεναρός, ἴφθιμος, κρατερόφρων, αἰνοβίης