φοινικοφαής

Revision as of 12:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ές, A ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant de couleur rouge, d'un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].

Greek Monotonic

φοινῑκοφαής: -ές (φάος), αυτός που φαίνεται ερυθρός, πούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοφαής: отливающий пурпуром (πούς, sc. τοῦ κύκνου Eur.).

Middle Liddell

φοινῑκο-φαής, ές φάος
ruddy-glancing, πούς Eur.