προφυτεύω

Revision as of 16:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

plant before, Gp.5.11.4 (Pass.): metaph., engender, S.El.198 (anap.).

German (Pape)

[Seite 798] vor oder vorher pflanzen, u. übertr., vorher bereiten, Soph. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

προφῠτεύω: φυτεύω πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.

French (Bailly abrégé)

planter ou semer auparavant, fig. engendrer.
Étymologie: πρό, φυτεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
αρχ.
προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω από πριν· μεταφ., προκατασκευάζω, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φυτεύω verwekken.

Russian (Dvoretsky)

προφῠτεύω: досл. насаждать, перен. подготовлять (τι Soph.).

Middle Liddell

fut. σω
to plant before: metaph. to engender, Soph.