προσφίλεια
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, Freundlichkeit, Freundschaft, δαιμόνων, Aesch. Spt. 497.
Greek (Liddell-Scott)
προσφίλεια: [ῐ], ἡ, ἀγαθότης διαθέσεως, εὐμένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 515.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance.
Étymologie: προσφιλής.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προσφίλεια: [ῐ], ἡ, καλοσύνη, καλή θέληση, ευμένεια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προσφίλεια: (ῐ) ἡ дружелюбие, благожелательность Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] vriendelijkheid.