συνακόλουθος

Revision as of 18:48, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, coupled with, Arist. Rh.Al.1435b2.

German (Pape)

[Seite 998] mitfolgend, begleitend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰκόλουθος: -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰκόλουθος: сопутствующий Arst.