αναγκαιότητα
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
η (Α ἀναγκαιότης) ἀναγκαῖος
αυτό που επιβάλλεται από την ανάγκη, δέσμευση από κάτι, αδυναμία αλλαγής ή διαφυγής
αρχ.
δεσμός αίματος, συγγένεια.