χαραδριός
English (LSJ)
ὁ, a bird, prob. the thickknee or Norfolk plover, Charadrius oedicnemus, Ar.Av.266,1141, Hp.Int.37, Arist.HA593b15, 615a1, LXXLe.11.19, De.14.17(18); it was very greedy, hence prov. χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Pl.Grg.494b; the sight of it was held to be a cure for the jaundice, cf. Hippon.52, Plu.2.681c, Ael.NA17.13.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, ein gelblicher Vogel, dem Brachvogel ähnlich, der in Erdspalten u. Klüften wohnt, vielleicht der Regenpfeifer; Ar. Av. 266. 1141; Babr. 88, 2; er galt für sehr gefräßig, dah. sprichwörtlich χαραδριοῦ βίος Plat. Gorg. 494 b. – Schon sein bloßer Anblick galt für ein sicheres Mittel gegen die Gelbsucht, Ael. H. A. 17, 13.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰραδριός: ὁ, πτηνόν τι ὑποκίτρινον οἰκοῦν ἐν χαράδραις, κατὰ τὸν Sundevall, τὸ Ἀγγλ. stone-curlew ἢ thick-kneed bustard, Charadrius Oedicnemus, Ἱππῶναξ 36, Ἀριστοφ. Ὄρν. 266. 1141, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 14, 9. 11, 2. Ἦτο δὲ πολὺ λαίμαργον ὅθεν ἡ παροιμία: χαραδριοῦ βίον ζῆν, ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Πλάτ. Γοργ. 494Β, ἔνθα ἴδε Stallb. Ἐνομίζετο δὲ ὅτι ὁ ἰκτερικὸς (ὁ πάσχων ἀπὸ «κιτρινάδα») ἐθεραπεύετο ἐὰν ἔβλεπε τὸ πτηνὸν τοῦτο, Πλούτ. 2. 681C, Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 13· πρβλ. ἴκτερος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pluvier, oiseau de ravin.
Étymologie: χαράδρα.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χαλαδριός Μ
ζωολ. γένος, τυπικό της οικογένειας χαραδριίδες, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σφυριχτής ή κιτρινοπούλι
αρχ.
(μτφ) αδηφάγος, λαίμαργος άνθρωπος («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα -ιός που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αἰγυπ-ιός, ἐρωδ-ιός). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. charadrius].
Greek Monotonic
χᾰραδριός: ὁ, κιτρινωπό πτηνό που κατοικεί σε χαράδρες (χαράδραι), πιθ. πτηνό με μακρύ ράμφος, σε Αριστοφ.· χαραδριοῦ βίον ζῆν, λέγεται για άνθρωπο αδηφάγο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰραδριός: ὁ птица ржанка (Charadrius) или зуек (Eudromias) Arph., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
χᾰραδριός, οῦ, ὁ, [χαράδραι]
perhaps a yellowish bird dwelling in clefts the curlew, Ar.: χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Plat.