χρωματισμός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, das Färben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρωμᾰτισμός: ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς χρῶμα, ἀπάτη, Εὐμάθ. σ. 158.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ χρωματίζω
χρωμάτισμα, βάψιμο
νεοελλ.
1. η ιδιάζουσα παραλλαγή του χρώματος, απόχρωση, χροιά («ο νέος χρωματισμός της αίθουσας»)
2. (στον λόγο και στη μουσική) το χρώμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η διάνθιση
μσν.
μτφ. επίπλαστο χρώμα, απάτη.