ἐκμοχλεύω

Revision as of 06:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

lift out with a lever, Hp.Art.72 (and in Med., ib.76); πύλας ἐ. to force them open with crow-bars, Ar.Lys.429: generally, force, compel, τὴν φύσιν Plu.2.662c; dislodge, τὰ λυποῦντα Gal.7.195, cf. Archig. ap. Orib.8.1.22; τὴν κακοχυμίαν τῶν σωμάτων Olymp.in Grg.p.143J.

German (Pape)

[Seite 769] heraushebeln, mit Gewaltherausreißen, Hippocr.; πύλας, mit Hebeln sprengen, Ar. Lys. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμοχλεύω: κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, ἰδίως διὰ μοχλοῦ, ἐκτοπίζω, ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: καθόλου, βιάζω, ἀναγκάζω, τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.

French (Bailly abrégé)

soulever avec un levier, forcer ; fig. contraindre, forcer.
Étymologie: ἐκ, μοχλεύω.

Spanish (DGE)

1 apalancar para sacar algo de su sitio, hacer saltar, desencajar esp. cerrojos o puertas μηδὲν ἐκμοχλεύετε Ar.Lys.429, τὴν θύραν ταῖς μαχαίραις PLond.2009.11 (III a.C.), cf. Hld.8.12.3, τὴν αὔλειον Hld.4.17.4, δένδρα Ael.NA 6.56
forzar como con una palanca πολλὸς ἀὴρ ἀθροισθεὶς ... ἐξεμόχλευσε καὶ διέστησε τὸ στόμα Hp.Flat.8, para hacer una zancadilla τὴν βάσιν τε κατὰ τὰ σφυρὰ ... τῇ πτέρνῃ ... ἐκμοχλεύσας Hld.10.32.2
c. πρός y ac. forzar a moverse hacia, empujar hacia en v. pas. (τὸ πνεῦμα) πρὸς τὰ ἀναπνευστικὰ μέρη ἐκμοχλεύεται Archig. en Orib.8.1.22
fig. desquiciar, forzar (βοήθειαι) ἐκμοχλεύουσαι καὶ προσβιαζόμεναι τὴν φύσιν Plu.2.662c
tb. derribar, eliminar τὸν αἰώνιον ... θρόνον Didym.M.39.897C.
2 medic. descolocar, dislocar τὸ ἄρθρον Hp.Art.76, cf. 72, Paul.Aeg.6.118.4
gener. descoyuntar τῶν μὲν ... τὰ ἄρθρα Chrys.M.50.678.
3 forzar a salir, hacer desaparecer, como sinón. de curar μέχρι περ ἂν (ἡ δύναμις) ἐκμοχλεύσῃ ... πάντα (τὰ λυποῦντα) Gal.7.195, τῷ ἑλλεβόρῳ πολλὰ τῶν χρονίων παθῶν Basil.Hex.5.4, ἄνευ τινὸς μηχανῆς τὰ νοσοποιὰ αἴτια Ascl.in Metaph.399.24, τὰς κακοχυμίας τῶν σωμάτων Olymp.in Grg.8.1, en v. pas. Olymp.in Grg.29.2.
4 desobstruir, desopilar σκιρρῶδες ... τι Gal.12.470, τὸν πεπηγότα χυμόν Aët.3.5, cf. Gal.10.925, Alex.Aphr.Pr.2.8.

Greek Monolingual

(AM ἐκμοχλεύω)
1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού
2. αποσπώ βίαια κάτι
αρχ.
1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω
2. ιατρ. εξαρθρώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμοχλεύω:
1) вскрывать ломом, выламывать (πύλας Arph.);
2) воздействовать силой, насиловать (τὴν φύσιν Plut.).