ἐπείσοδος

Revision as of 07:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, coming in besides, approach, S.OC730, Fr.273; entrance from without, Epicur.Nat.21 G., Placit. 4.22.1; ἀέρος ψυχροῦ Orib.Fr.38; ἀθέων λογισμῶν Ph.1.76.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, das Dazukommen, die Dazwischenkunft, Soph. O. C. 734 u. Sp., wie Plut. – Bei Tzetz. = ἐπεισόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείσοδος: ἡ, ἐπέλευσις, ἔλευσις, Σοφ. Ο. Κ. 730, Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 903D.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 intervention;
2 action de s'introduire.
Étymologie: ἐπί, εἴσοδος.

Greek Monolingual

ἐπείσοδος, η (AM) είσοδος
μσν.
επεισόδιο
αρχ.
προσέγγιση, προσέλευση.

Greek Monotonic

ἐπείσοδος: ἡ, έλευση, ερχομός, είσοδος, μπάσιμο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπείσοδος:
1) приход, появление (ἡ ἐμὴ ἐ. Soph.);
2) вхождение, проникновение (τοῦ ἐκτὸς ἀερώδους εἴς τι Plut.).

Middle Liddell

ἐπ-είσοδος, ἡ,
a coming in besides, entrance, Soph.