μπάσιμο
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
το μπάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπάζω ή του μπαίνω
2. τόπος διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά
3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο
4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή
5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια.