περισκεπάζω
English (LSJ)
A cover, screen all round, βύσσῳ τι AP5.103 (Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2:—Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, (σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11; οἶκοι Moschio Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.). II covering or screening all round, πύργοι Call.Del.23; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. -σκελής) Thphr.HP7.1.4.
German (Pape)
[Seite 591] ringsum bedecken, verdecken, beschützen, βύσσῳ, M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
περισκεπάζω: περικαλύπτω, σκεπάζω ὁλόγυρα, βύσσῳ τι Ἀνθ. Π. 5. 104· ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀμφεκάλυψεν· περιεσκέπασεν». ΙΙ. περιβάλλω, ῥάκος Μοσχίων π. Γυναικ. Παθ. 32. 6.
Greek Monolingual
ΜΑ
σκεπάζω κάτι ολόγυρα, περικαλύπτω, προστατεύω, προφυλάσσω («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῖον», Γεωπ.).
Russian (Dvoretsky)
περισκεπάζω: кругом покрывать (βύσσῳ τι Anth.).