εὐνοέω
English (LSJ)
to be well-inclined or be favourable, c. dat., τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι Hdt.7.237; τινι S.Aj.689, Lys.13.13, Ar.Nu.1411, X.Oec.12.5, etc.; ὀμνύω… εὐνοήσειν Καίσαρι OGI532.9 (Galatia, Aug.); τῷ ἀντιδίκῳ be at peace with, Ev.Matt.5.25: abs., Hdt.9.79; ὁ εὐνοῶν one's well-wisher, Arist.EE1241a11:—Med., Phalar.Ep.119:—Pass., εὐνοοῦμαι = to be kindly treated or be affectionately treated, dub. l. in Men. 1087; ὑπὸ γυναικός Vett. Val.68.3; to be liked, ὑπὸ θεῶν καὶ ὑπὸ γυναικῶν = by gods and women Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 1083] wohl gesinnt, gewogen sein, τινί, Soph. Ai. 674; Ar. Nubb. 1411; Her. 7, 237; auch absol., 9, 79; Xen. Cyr. 8, 2, 1 u. einzeln bei Folgdn; bei Plat. Ep. VII, 349 e mit der v.l. εὐνοιέω. – Pass. begünstigt sein, Men. Stob. fl. 4, 29.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνοέω: εἶμαι εὔνους, εἶμαι εὐνοϊκῶς διατεθειμένος πρός τινα, τινι Ἡρόδ. 9. 237, Σοφοκλ. Αἴ 687, Λυσ. 131. 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 1412, κλ.: ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 79· ὁ εὐνοῶν, ὁ εὐνοϊκῶς διακείμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 7, 2: - Παθ., ἀπολαύω εὐνοίας, εὐνοοῦμαι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 171.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
être bienveillant.
Étymologie: εὔνοος.
English (Strong)
from a compound of εὖ and νοῦς; to be well- minded, i.e. reconcile: agree.
English (Thayer)
ἐυνόω; (ἐυνως); to wish (one) well; to be well-disposed, of a peaceable spirit: τίνι, toward anyone, Sophocles, Aristophanes, Xenophon, Polybius, Plutarch, Herodian)
Greek Monotonic
εὐνοέω: μέλ -ήσω (εὔνοος), διάκειμαι φιλικά, έχω ευνοϊκή προδιάθεση προς κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
εὐνοέω: быть благосклонным, быть хорошо расположенным, благоволить (τινι Her., Soph. etc.; πρός τινα Arst.).
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:eÙnÒew 由-挪誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:好-心思
字義溯源:善意,友善,和息;由(εὖ / εὖγε)=好)與(νοῦς)*=悟性)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 和息(1) 太5:25