ἐγκαταβαίνω
English (LSJ)
go down into, put oneself in, c. acc., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα Pi.N.1.38: c. dat., dub. l. in D.S.14.28; εἰς . . Gal. UP2.15: abs., Id.8.686.
German (Pape)
[Seite 705] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen, sich hineinlegen; σπάργανον ἐγκατέβα Pind. N. 1, 38; τινί D. Sic. 14, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταβαίνω: καταβαίνω κάτω εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς ὕφασμα ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· μετὰ δοτ., Διόδ. 14. 28.
English (Slater)
ἐγκᾰτᾰβαίνω come down into i. e. be laid in κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα sc. the infant Herakles (N. 1.38)
Spanish (DGE)
• Morfología: [beoc. perf. part. sg. nom. ἐνκαταβεβάων SEG 44.414.5 (Lebadea IV a.C.)]
1 adentrarse c. ac. κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα se acostó en sus pañales color azafrán Pi.N.1.38, c. εἰς y ac. Gal.3.143
•del tacto presionar en una superficie blanda οἷον ἐγκαταβαινούσῃ (ἁφῇ) πως ὑπείκοντα Gal.8.686.
2 bajar, descender al antro de Trofonio SEG l.c.
Greek Monolingual
ἐγκαταβαίνω (Α)
κατεβαίνω, μπαίνω μέσα σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταβαίνω: спускаться, входить (σπάργανον Pind.; κατὰ κλιμάκων ταῖς οἰκίαις Diod.).