ἀκρόδετος

Revision as of 10:45, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

ον, bound at end or top, AP6.5 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié par l'extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.

Spanish (DGE)

-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].

Greek Monotonic

ἀκρόδετος: -ον, δεμένος στην άκρη ή στην κορυφή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).

Middle Liddell

bound at the end or top, Anth.