ακροδετώ

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

Ναυτ.
προσδένω τις επάνω γωνίες του ιστίου στα ακροκέραια, «δένω την αμορόζα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρόδετος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδέτηαη].