δίαιθρος
English (LSJ)
ον, clear and fine, Plu.Sull.7; also, = δίυγρος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
claro, límpido ἐξ ἀνεφέλου καὶ διαίθρου τοῦ περιέχοντος del espacio sin nubes y límpido Plu.Sull.7, cf. Hsch.δ 1038.
German (Pape)
[Seite 579] ganz hell, heiter; neben ἀνέφελος Plut. Sull. 7. Davon
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait clair ou serein (temps).
Étymologie: διά, αἴθρα.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δίαιθρος: -ον (αἴθρα), ολότελα καθαρός και αίθριος, ανέφελος, ξάστερος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δίαιθρος -ον [διά, αἴθρα] opgeklaard, helder.