διαπυρσεύω

Revision as of 11:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

communicate by beacon, τινί App.Mith.79: metaph., blazon abroad as by beacon-fires, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους Plu.Demetr.8: c.gen., Philostr.VA2.22 (v.l.διαπῠρ-πυρσαίνω): —Med., make signals by beacons, Plb.1.19.7.

Spanish (DGE)

1 hacer señales con fuego c. dat. de pers. Μιθριδάτῃ διεπύρσευσεν avisó a Mitrídates con señales de fuego App.Mith.79, tb. en v. med. abs. τοῦ δ' Ἀννίβου διαπυρσευομένου Plb.1.19.7
fig. mostrar como una antorcha c. dat. instrum. ταχὺ τῇ δόξῃ διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις Plu.Demetr.8.
2 iluminar con fuego c. gen. διαπυρσεύοντα τοῦ οὐρανοῦ (el sol) atravesando el cielo con su antorcha Philostr.VA 2.22.

German (Pape)

[Seite 599] dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνθρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διαπυρσεύω: καταφωτίζω ὡς διὰ πυρσοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 8· μετὰ γεν., Φιλόστρ. 74 (δι. γρ. -πυρσαίνω)·― κάμνω σημεῖα διὰ πυρσῶν, Πολύβ. 1. 19, 7.

French (Bailly abrégé)

éclairer avec une torche.
Étymologie: διά, πυρσεύω.

Greek Monolingual

διαπυρσεύω (Α)
1. φωτίζω με πυρσό
2. κάνω σήματα με πυρσό
3. κοινολογώ, διαδίδω.

Greek Monotonic

διαπυρσεύω: μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαπυρσεύω:
1) досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять (τῇ δόξῃ τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.);
2) med. подавать огненные сигналы (πρός τινα Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πυρσεύω bekend maken (als door vuursignalen).

Middle Liddell

fut. σω
to throw a light over, c. acc., Plut.